αντιπαλαίω

αντιπαλαίω
ἀντιπαλαίω (Α)
βλ. αντιπαλεύω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αντιπαλεύω — (AM ἀντιπαλαίω) παλεύω εναντίον κάποιου, αγωνίζομαι («Ναι, αλλά τώρα αντιπαλεύει κάθε τέκνο σου με ορμή, που ακατάπαυστα γυρεύει ή τη νίκη ή τη θανή», Δ. Σολωμός) αρχ. μσν. κάνω αγώνα πάλης με κάποιον …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”